- ναυπηγικός
- -ή, -ὁ (Α ναυπηγικός, -ή, -όν) [ναυπηγός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυπηγία ή αυτός που είναι κατάλληλος για τη ναυπηγία2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η ναυπηγική και το ναυπηγικόα) η επιστήμη και η τέχνη τής σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η τέχνη τού ναυπηγούβ) ναυπήγηση3. φρ. «ναυπηγική κλίνη»ναυτ. χώρος συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίωναρχ.συμβόλαιο για την κατασκευή πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.